βουβαίνομαι

βουβαίνομαι
βουβαίνομαι, βουβάθηκα, βουβαμένος βλ. πίν. 45

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουβώνω — και ομαι [βουβός] βουβαίνομαι, σωπαίνω …   Dictionary of Greek

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω …   Dictionary of Greek

  • τετίημαι — Α (επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • μουγκαίνομαι — μουγκάθηκα, μουγκαμένος, μένω άφωνος, σωπαίνω, βουβαίνομαι: Μουγκάθηκε από την τρομάρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”